Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.
«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ
καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα, «... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ. Τρία καρτίνια ἀριστερά!» Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο, μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς στὸν παγωμένον ἥλιο κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός. Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη. «Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης. ...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν, ξέμπαρκος τώρα κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα. Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες. «Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος. «Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι- μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια. Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος. «Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας, - σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ - ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια. Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι, χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου καὶ φαρμακερά. Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν. Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη. Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι. Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας. Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε, ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι. Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί. Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι. Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα. Γραμμή! Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν. Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι». «Γραμμή! Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν. Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι». «Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
|
But deep
inside me sings the Fury's lyreless threnody;
my heart,
self-taught, has lost the precious confidence of hope . . .
Aeschylus,
"Agamemnon"
'That's the
Cape of Cats ahead,' the captain said to me,
pointing
through the mist to a low stretch of shore,
the beach
deserted; it was Christmas day —
'. . . and
there, in the distance to the west, is where
Aphrodite
rose out of the waves;
they call
the place "Greek's Rock."
Left ten
degrees rudder!'
She had
Salome's eyes, the cat I lost a year ago;
and old
Ramazan, how he would look death square in the eyes,
whole days
long in the snow of the East,
under the
frozen sun,
days long
square in the eyes: the young hearth god.
Don't stop,
traveller.
'Left ten degrees rudder,'
muttered the helmsman.
. . . my
friend, though, might well have stopped,
now between
ships,
shut up in a
small house with pictures,
searching
for windows behind the frames.
The ship's
bell struck
like a coin
from some vanished city
that brings
to mind, as it falls,
alms from
another time.
'It's
strange,' the captain said.
'That bell —
given what day it is —
reminded me
of another, the monastery bell.
A monk told
me the story,
a half-mad
monk, a kind of dreamer.
'It was
during the great drought,
forty years
without rain,
the whole
island devastated,
people died
and snakes were born.
This cape
had millions of snakes
thick as a
man's legs
and full of
poison.
In those
days the monastery of St Nicholas
was held by
the monks of St Basil,
and they
couldn't work their fields,
couldn't put
their flocks to pasture.
In the end
they were saved by the cats they raised.
Every day at
dawn a bell would strike
and an army
of cats would move into battle.
They'd fight
the day long,
until the
bell sounded for the evening feed.
Supper done,
the bell would sound again
and out
they'd go to battle through the night.
They say it
was a marvellous sight to see them,
some lame,
some blind, others missing
a nose, an
ear, their hides in shreds.
So to the
sound of four bells a day
months went
by, years, season after season.
Wildly
obstinate, always wounded,
they
annihilated the snakes but in the end disappeared;
they just
couldn't take in that much poison.
Like a
sunken ship
they left no
trace on the surface:
not a miaow,
not a bell even.
Steady as
you go!
Poor devils,
what could they do,
fighting
like that day and night, drinking
the
poisonous blood of those snakes?
Generations
of poison, centuries of poison.'
'Steady as
you go,' indifferently echoed the helmsman.
Wednesday, 5 February, 1969
(Translated
by Edmund Keeley and Philip Sherrard)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου